- συναγώγι
- το / συναγώγιον ΝΜΑ, και συναγώι Ν[συναγωγός]ο τόπος τής κοινής προσευχής τών Ιουδαίων, η συναγωγή, η χάβρανεοελλ.φρ. «εβραίικο συναγώ- (γ)ι» — συγκέντρωση ανθρώπων που θορυβούν ή συζητούν όλοι μαζί και χωρίς τάξηαρχ.1. συμπόσιο που γίνεται με έρανο2. τόπος όπου γίνεται τέτοιου είδους συμπόσιο.
Dictionary of Greek. 2013.